Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλωπήιος — κλωπήιος, ΐη, ον (Α) [κλωψ] (ιων. και ποιητ. τ.) κλοπαίος* … Dictionary of Greek
κλωπήιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωπήιον — κλωπήιος masc acc sg κλωπήιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)